- τἀπί
- ἐπί , ἐπίbeing uponindeclform (prep)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταπί — (I) το, Ν άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία) τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος τού φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu]. (II) το, Ν άκλ. φρ.… … Dictionary of Greek
ταπί — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., χωρίς χρήματα: Έμεινε ταπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek